εκσεύομαι

εκσεύομαι
ἐκσεύομαι (Α)
1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η)
2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω
3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω
4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ' ὠίγνυντο πύλαι, ἐκ δ' ἔσσυτο λαός, πεζοὶ θ' ἱππῆές τε», Ιλ. Θ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκσοῦ — ἐκσεύομαι rush out pres imperat mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεσύθη — ἐκσεύομαι rush out aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυσθαι — ἐκσεύομαι rush out pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυται — ἐκσεύομαι rush out pres ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυτο — ἐκσεύομαι rush out imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυτ' — ἐξέσσυται , ἐκσεύομαι rush out pres ind mid 3rd sg ἐξέσσυτο , ἐκσεύομαι rush out imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”